- αισχυντηλός
- -ή, -ό (Α αἰσχυντηλός, -ή, -όν)ντροπαλός, συνεσταλμένοςαρχ.1. (για πράγματα) αυτός που προκαλεί την ντροπή2. το ουδ. ως ουσ. τὸ αἰσχυντηλόνη αιδημοσύνη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ρημ. επίθ. αἰσχυντὸς < ρ. αἰσχύνω. ΠΑΡ αρχ. αἰσχυντηλία].
Dictionary of Greek. 2013.